Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Ζαγοροχώρια: Περισσότερο τσιμέντο, λιγότερες καλλιέργειες


Έρευνα του WWF καταγράφει τις αλλαγές χρήσης γης στα Ζαγοροχώρια από τo 1945 ως το 2009
Τα Ζαγοροχώρια, ένας από τους παραδοσιακούς οικισμούς της χώρας, αποτελεί ένα παράδειγμα του πόσο άλλαξαν οι χρήσεις γης στην Ελλάδα από το τέλος της Κατοχής (1945) ως το 2009 με την αγροτική γη να εγκαταλείπεται στα ορεινά και τις πόλεις να επεκτείνονται χωρίς όρια. Τις αλλαγές στην κάλυψη της γης από το 1945 ως το 2009 καταγράφει η έρευνα “Χαρτογράφηση των αλλαγών κάλυψης γης σε επιλεγμένες περιοχές της Ελλάδας: 1945-2009” που πραγματοποιήθηκε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και την περιβαλλοντική οργάνωση WWF Ελλάς.
Μία από τις περιοχές μελέτης τα Ζαγοροχώρια για τα οποία η έρευνα διαπιστώνει πως την κατά τόπους εγκατάλειψη και δάσωση των αγρών, που πλέον καλύπτουν εκτάσεις οι οποίες το 1945 ήταν σε ποσοστό 58,1% καλλιέργειες ή εκτάσεις χαμηλής φυσικής βλάστησης (41,8%). Παράλληλα παρατηρείται και επέκταση των οικισμών σε αγροτικές ή και λιβαδικές εκτάσεις της περιοχής.


Αυξήθηκε η έκταση των οικισμών
Ειδικότερα, με βάση την έρευνα η οποία κατέγραψε τις αλλαγές στις χρήσεις γης σε δύο περιοχές μελέτης των Ζαγοροροχωρίων (Άνω και Κάτω Πεδινά, Ελαφότοπος, Ασπράγγελοι η πρώτη περιοχή μελέτης, Καπέσοβο, Κήποι, Κουκούλι, Νεγάδες η δεύτερη περιοχή) προκύπτει από τη μία αύξηση των δασών στην περιοχή κι από την άλλη μείωση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων.
Το 1945 τα δάση στα Ζαγοροχώρια καταλάμβαναν έκταση 44.384 στρεμμάτων, το 1969 έκταση 46.504 στρεμμ., το 1980 έκταση 47.306 στρεμμ., το 2009 έκταση 48.265 στρεμμ. Πτωτική είναι η πορεία της γεωργικής γης που οφείλεται ασφαλώς στην αλλαγή του παραγωγικού προτύπου της περιοχής και ευρύτερα της χώρας: τα 12.025 στρέμματα του 1945 θα μειωθούν σε 10.186 το 1969.Το 1980 η γεωργική γη καταλαμβάνει έκταση 9.327 στρεμμάτων για να φτάσουμε το 2009 να καταλαμβάνει έκταση 8.400 στρέμματα.
Περίπου 4.000 στρέμματα γεωργικής γης δηλαδή εγκαταλείφθηκαν στο χρονικό διάστημα από το 1945 στο 2009.
Στον αντίποδα αυξάνεται η έκταση των οικισμών, ως αποτέλεσμα, θα λέγαμε αφενός της τάσης επιστροφής στην ύπαιθρο μέσα από την εξοχική κατοικία και παράλληλα τη επικράτησης του τουρισμού ως μοντέλου οικονομικής δραστηριότητας. Σε μικρογραφία βλέπουμε εδώ την τάση επέκτασης των πόλεων προς τη φύση.
Ιδού τα στοιχεία των στρεμμάτων των οικισμών: 1945:700, 1969: 733, 1980: 879, 2009:1.126. Σχετικά σταθερός παραμένει ο αριθμός των εκτάσεων χαμηλής βλάστησης: 11.823 στρέμματα το 1945, 11.068 στρέμματα το 2009.

Λιγότερο νερό
Εξαιρετικά ανησυχητική είναι η μείωση του αριθμού των υδάτινων εκτάσεων που μπορεί να ιδωθεί και ως μία επίπτωση του ευρύτερου παραγωγικού μοντέλου στους φυσικούς πόρους της περιοχής: το 1945 υπήρχαν 58 στρέμματα υδάτινων εκτάσεων, αριθμός που παρέμεινε ίδιος το 1969. Μάλιστα, το 1980 οι υδάτινες εκτάσεις αυξάνονται και φτάνουν τα 61 στρέμματα. Ωστόσο, πριν από τρία χρόνια οι υδάτινες επιφάνειες μειώνονται σε 44 στρέμματα. Η έρευνα δεν διευκρινίζει εάν αυτό σχετίζεται με την αύξηση της ζήτησης σε νερό που φέρνει η τουριστική έκρηξη της τελευταίας 20ετίας.

Οι αλλαγές σε άλλες επτά περιοχές

Η έρευνα βασίστηκε στη φωτοερμηνεία και ανάλυση περισσότερων από 250 αεροφωτογραφιών των τελευταίων 65 χρόνων στην οποία αποτυπώνεται η κατάσταση για επτά επιλεγμένες περιοχές της χώρας, με στόχο να αποτελέσουν απτά παραδείγματα των διαχρονικών μεταβολών των καλύψεων γης, και να γίνουν κατανοητές στο ευρύ κοινό οι επιπτώσεις που αυτές επιφέρουν συνολικά στο χώρο. Σύμφωνα με τη WWF, tα συμπεράσματα της έρευνας επιβεβαιώνουν και αναδεικνύουν τις σημαντικές πιέσεις που ασκεί η οικιστική ανάπτυξη στο φυσικό περιβάλλον. Η επέκταση των μεγάλων αστικών κέντρων συνοδεύεται από την τουριστική ανάπτυξη τόσο στα παράλια όσο και σε ορεινές περιοχές, όπως στο Λιβάδι Παρνασσού και τα Τρίκαλα Κορινθίας. Στα πεδινά, και ιδιαίτερα σε περιοχές με εύκολη πρόσβαση σε υδάτινους πόρους όπως λίμνες και ποτάμια, ευνοείται η εντατική επέκταση των γεωργικών εκτάσεων, ενώ παρατηρείται απώλεια δασών λόγω αυξημένων πιέσεων για μετατροπή της χρήσης τους. Αντίθετα, στα ορεινά (Έβρος, Ζαγοροχώρια) αποτυπώνεται με σαφήνεια η πύκνωση και επέκταση των δασών η οποία προκαλείται από την εγκατάλειψη της κτηνοτροφίας, της ορεινής γεωργίας, των δασικών οικονομικών δραστηριοτήτων (π.χ. ρητινοσυλλογή) και τη δασικής διαχείρισης.
Τα στοιχεία της έρευνας παρουσιάζονται μέσα από το www.oikoskopio.gr/casestudies, μια χρηστική διαδικτυακή εφαρμογή, η οποία παρουσιάζει με εύληπτους χάρτες τη διαχρονική (1945-2009) μεταβολή στις καλύψεις γης για κάθε μία από τις επιλεγμένες περιοχές. Οι βασικές τάσεις που καταγράφονται είναι οι εξής:
- Υμηττός (Αττική): Στις παρυφές του Υμηττού, τα νότια και ανατολικά προάστια της Αθήνας, αναπτύχθηκαν κυρίως σε εκτάσεις με χαμηλή φυσική βλάστηση (59%) και αγροτικές περιοχές. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι οικισμοί του 1945 δεν ξεπερνούσαν το 5% της σημερινής συνολικής τους έκτασης.
-Κασσάνδρα (Χαλκιδική): Στις δυτικές ακτές της Κασσάνδρας παρατηρούμε επέκταση της παράκτιας δόμησης σε εκτάσεις γεωργικές (60%) και χαμηλής φυσικής βλάστησης, δάση, παράκτιους υγρότοπους και αμμοθίνες. Το 1945, τα κτίρια στην περιοχή μελέτης κάλυπταν περίπου 2 στρέμματα, έκταση που το 2009 έχει εκτιναχθεί στα σχεδόν 5.000 στρέμματα κατοικιών και συνοδών υποδομών (πχ μαρίνα).
-Βορειοδυτική Κορινθία: Στο Δήμο Ξυλοκάστρου-Ευρωστίνης παρατηρούμε μείωση των αγροτικών εκτάσεων με παράλληλη υποβάθμιση των δασών που ως γνωστό οφείλεται στην εκτεταμένη βόσκηση της περιοχής. Στο διάστημα 1945-2009 παρατηρούμε αύξηση των εκτάσεων χαμηλής φυσικής βλάστησης σε ποσοστό 49%, εις βάρος των γεωργικών εκτάσεων και των δασών.
-Τριχωνίδα (Αιτωλοακαρνανία): Το 11,8% της φυσικής βλάστησης της περιοχής υπέκυψε στην επέκταση ή και μετατόπιση των γεωργικών εκτάσεων σε βάρος κυρίως των δασών (69,1%) αλλά και των εκτάσεων χαμηλής φυσικής βλάστησης (14,1%).
-Λιβάδι Παρνασσού (Βοιωτία): Σταδιακά, οι γεωργικές εκτάσεις μετατρέπονται σε εκτάσεις χαμηλής φυσικής βλάστησης και τελικά σε οικισμούς. Από το 1945 και ιδιαίτερα μετά το 1971, οι οικισμοί αυξήθηκαν από 126 στρ. σε 1.999, στρ. καταλαμβάνοντας κυρίως καλλιέργειες που εγκαταλείφθηκαν (48,2 %) και εκτάσεις χαμηλής φυσικής βλάστησης (43,2 %).
-Κεντρικός Έβρος: Παρατηρούμε διαχρονική επέκταση των δασών σε εκτάσεις χαμηλής φυσικής βλάστησης (10,4%) αλλά και σε γεωργικές εκτάσεις (16,4%). Συγκεκριμένα, από το 1945 έως το 2009 τα δάση, στην περιοχή μελέτης, αυξήθηκαν κατά περίπου 11%.

Άναρχες αλλαγές στο χώρο

Η μελέτη των τάσεων αλλαγής των καλύψεων γης της χώρας μας καταδεικνύει τις άναρχες και βίαιες αλλαγές της χρήσης του φυσικού χώρου, και για άλλη μία φορά υπογραμμίζει την ανάγκη ορθολογικής μακροπρόθεσμης χωροταξικής οργάνωσής του.
“Όλο και συχνότερα προβάλλεται το επιχείρημα ότι η Ελλάδα διαθέτει ανεκμετάλλευτη γη, η οποία θα πρέπει να τεθεί άμεσα σε αναπτυξιακή διαθεσιμότητα. Ξεχνούν όσοι προωθούν αυτές τις απόψεις ότι ο χώρος αποτελεί έναν πολύτιμο, αλλά πεπερασμένο εθνικό πόρο που θέτει τα φυσικά όρια στην ανάπτυξη και στην ποιότητα της ζωής µας. Ξεχνούν ότι ο χώρος που διατίθεται σε κάποια χρήση καθίσταται αυτόματα µη διαθέσιμος σε όλες τις άλλες και ότι συνήθως το κόστος των λανθασμένων χωροταξικών επιλογών ξεπερνά κατά πολύ το όφελος από την άνευ όρων παράδοση στην “ανάπτυξη” της γης” σημειώνει σε δηλώσεις του ο υπεύθυνος Περιβαλλοντικών Προγραμμάτων του WWF Ελλάς κ. Κωνσταντίνος Λιαρίκος. Η σωστή οργάνωση της χρήσης της γης φέρνει σημαντικά και διατηρήσιμα οφέλη – αναπτυξιακά και δημοσιονομικά, τα οποία ξεπερνούν το όποιο βραχυπρόθεσμο επενδυτικό διακύβευµα, σύμφωνα με την περιβαλλοντική οργάνωση. Η επιλογή των περιοχών βασίστηκε στα αποτελέσματα της πανελλαδικής χαρτογράφησης των αλλαγών στις καλύψεις γης το διάστημα 1987-2007, δεδομένα που επίσης απεικονίζονται στο Οικοσκόπιο και θα κυκλοφορήσουν σύντομα σε έντυπη μορφή με τίτλο «Άτλας αλλαγών κάλυψης γης: 1987-2000”.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ από την ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου